ἀκήδεστος

ἀκήδεστος
ἀκήδεστος
uncared for
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακήδεστος — ἀκήδεστος, ον (Α) 1. αυτός για τον οποίο κανείς δεν φρόντισε 2. άθαφτος 3. επίρρ. ἀκηδέστως χωρίς φροντίδα για τους άλλους, ανελέητα, άσπλαχνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά τον Schwyzer και τον Frisk η λ. ἀκήδεστος < ἀ + κῆδος κατά τον Chantraine η λ.… …   Dictionary of Greek

  • ἀκηδέστως — ἀκήδεστος uncared for adverbial ἀκήδεστος uncared for masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκήδεστον — ἀκήδεστος uncared for masc/fem acc sg ἀκήδεστος uncared for neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκηδέστοιο — ἀκήδεστος uncared for masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκηδέστῳ — ἀκήδεστος uncared for masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκήδεστοι — ἀκήδεστος uncared for masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακηδώ — ἀκηδῶ ( έω) (Α) [ἀκηδής] 1. δεν φροντίζω, παραμελώ 2. κουράζομαι, βαριέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκηδής. ΠΑΡ. αρχ. ἀκήδεστος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”